Nous sommes repus mais pas repentis / Séverine Chavrier / Thomas Bernhard

(Είμαστε χορτάτοι μα όχι μετανοημένοι)

nous-sommes-repus

Το συγκλονιστικό ήταν το εξής: για δεύτερη φορά, σε διαφορετική χώρα, διαφορετική γλώσσα, διαφορετικά θεατρικά μεγέθη, προσέκρουσα στο ιδιότυπο φαινόμενο της σκηνοθετικής προσθήκης, σε διαφορετικό μπερνχαρντικό έργο, ενός (διαφορετικού) γλυκού που προσγειώθηκε σε πρόσωπο, που την προηγούμενη φορά ήταν μια τούρτα (άσχετη με το έργο), τώρα τα κράπφεν (κάτι σαν γερμανικός λουκουμάς) του πρωτοτύπου μετατράπηκαν στο εγχώριο και πιο οικείο προφιτερόλ, που αναπόφευκτα διαλύθηκε, ξανά και ξανά (τουλάχιστον δέκα προφιτερόλ) στα πρόσωπα των συμπρωταγωνιστριών του Λούντβιχ, που εδώ είχε και ο ίδιος μετατραπεί σε Λούντβιχ Βιτγκενστάιν με τ’ όνομα (και εδώ που τα λέμε το ίδιο το έργο έχει μεταφραστεί άγαρμπα στα γαλλικά ως Γεύμα στου Βιτγκενστάιν, το συγκεκριμένο ανέβασμα τιτλοφορήθηκε Είμαστε χορτάτοι μα όχι μετανοημένοι ενώ το πρωτότυπο για κάποιον λόγο λεγόταν Ρίτερ, Ντένε, Φος, τα ονόματα δηλαδή των ηθοποιών για τους οποίους γράφτηκε) και βέβαια η τουρτοκατάνυξη συνοδεύτηκε από τις μικρές προσθήκες μικρών στοιχείων και μονολόγων από άλλα μπερνχαρντικά έργα, τακτική επίσης όχι ασυνήθιστη, που ακολουθεί το σκεπτικό: αφού τα κείμενα μοιάζουν όλα τόσο, γιατί να μην προσθέσουμε λίγο ακόμα μπέρνχαρντ στον μπέρνχαρντ, δημιουργώντας τον πιο μπέρνχαρντ των μπέρνχαρντ;, στην οποία δεν αντιτίθεμαι καταρχήν, αλλά όπως και να ’χει πρόκειται σίγουρα για μια παγκόσμια σκηνοθετική συνωμοσία, μιας και η μπερνχαρντική κατάσταση, η μπερνχαρντική κωμωδία παραπαίει διαρκώς καταδικασμένη σε μια παραλυτική ακατανοησία, μέσω μιας ασταμάτητα εκτυλισσόμενης αφελούς και άνευ λόγου επίθεσης στον λόγο μέσω ενός συγγραφέα που καταλύει τον λόγο μέσω του λόγου: τρέχα γύρευε, αλλά το κοινό έχει χρήματα, το κοινό λοιπόν θέλει να βλέπει χρήματα να επενδύονται, έτσι τα μαραφέτια και τα props περίσσευαν, πιάτα έσπαγαν (μα τον θεό πολλά πιάτα, δεκάδες!), μπολ γυρνούσαν πάνω σε πικάπ, βινύλια εκσφενδονίζονταν προς πάσα κατεύθυνση, μια τεράστια βιβλιοθήκη συγκρατήθηκε στη μέση της πτώσης της, ταμπλό με γιγαντοαφίσες από άλλες παραστάσεις εμφανίστηκαν απρόοπτα πέφτοντας από το ταβάνι, από το οποίο έκανε τακτικά την επίσκεψή του κι ένα καλώδιο, στην απόληξη του οποίου βρισκόταν μια κάμερα με την οποία ο Λούντβιχ τράβαγε τον εαυτό του φωνάζοντας και τρέχοντας πέρα δώθε σαν πρωταγωνιστής σε διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας, με το περιεχόμενο να προβάλλεται σε ολόκληρο τον πίσω τοίχο της μεγάλης σκηνής, όπου προβάλλονταν επίσης και σκηνές με τους τρεις ηθοποιούς, ή μάλλον τις πλάτες τους, σε μάλλον τετριμμένες ασπρόμαυρες σκηνές χιονιού, μια εύκολη λύση για την κατασκευή θυμικού περιβάλλοντος μιας και η παράσταση έβριθε συναισθηματισμού και, θα προσέθετα, του υπόγειου κυνισμού που τον συνοδεύει, γιατί ο συναισθηματισμός αναπόφευκτα οδήγησε στην υστερία και η υστερία έχει την τάση να απονεκρώνει εντέλει τα συναισθήματα, στα οποία αν παραδοθούμε ολοκληρωτικά, τα εκμηδενίζουμε και τα μετατρέπουμε σε αισθητικά αντικείμενα, κατά βάθος αδιάφορα· έτσι, οι ηθοποιοί και οι χαρακτήρες παρουσιάστηκαν στημένοι, τόσο ο φιλόσοφος όσο και ο τρελός, που είναι ασφαλώς το ίδιο πρόσωπο, αποδόθηκαν καρικατουρίστικα, με τσιρίδες και σωριάσματα, ξαφνικές λογοδιάρροιες πλουμισμένες με πολυσύλλαβες λέξεις, εκκενωμένες τελικά από οποιοδήποτε περιεχόμενο, όπως λέγεται, μα αν κάποιος έχει συναντήσει τον λεγόμενο τρελό, δεν είναι δυνατόν να επιλέξει αυτήν την εικόνα του τρελού, αν συγχρωτίστηκε με τον φιλόσοφο, πώς συμβαίνει και σκηνοθετεί τόσο αφιλοσόφητα, όταν έχει προβλήματα, γιατί να αδυνατεί να καταλάβει τα προβλήματα των άλλων, με αυτές και άλλες στοιχειώδεις, αληθινά στο κάτω κάτω ουσιώδεις απορίες εξήλθα του ομολογουμένως καλού, ναι, παλιού, φημισμένου θεάτρου, και σκέφτηκα για νιοστή φορά πως όταν δεν μπορούμε να χειριστούμε το απλό, το βασικό, το αναγκαίο, προσθέτουμε συνεχώς περισσότερα, και ευνόητα δεν ήταν μόνο ο τρελός, ούτε μόνο ο φιλόσοφος (πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο!), όλοι φωνάζανε συνέχεια και πέφτανε κάτω και μετά ντυνόντουσαν με ναζιστικές στολές, χαστουκιζόντουσαν, σηκωνόντουσαν, βιαζόντουσαν (και έτσι και αλλιώς), έσπαγαν κι άλλα πιάτα κι ας απήγγειλαν παράλληλα από το κείμενο: δυνατά, όχι απότομα, έλεγαν, μα τα πάντα ήταν απότομα κι έτσι έχαναν τη δύναμή τους, αφήσατε να σας ζωγραφίσουν, έλεγαν, αλλά είχε ήδη καταστεί προφανές πως δεν τους ενδιέφερε στ’ αλήθεια το ζήτημα της ενδοτικότητας στον πορτραιτισμό, χόρευαν, ως συνήθως ανερμάτιστα και αδιαμφισβήτητα η παράσταση θα πρέπει να ήταν πραγματικά πολύ απολαυστική για τους ηθοποιούς, γιατί α) χτυπήθηκαν ανελέητα, β) κραύγαζαν σαν να μην υπήρχε αύριο, γ) κατέστρεψαν πράγματα, μεταξύ των οποίων σε τελική ανάλυση και τα νεύρα μας, ήταν φυσικά καλοί ηθοποιοί και κανείς στα συγκαλά του δεν κατηγορεί τους ηθοποιούς (εύστοχα; λανθασμένα; ποιος ξέρει), ακόμα κι όταν αυτοί οι ηθοποιοί συμμετέχουν σε ένα ανέβασμα που καταφέρνει ταυτόχρονα να εξαφανίσει το ασταμάτητα κωμικό μπερνχαρντικό στοιχείο (έχω πάντα δώσει, από την αρχή, κωμικό υλικό) αλλά και να γελοιοποιήσει όλες τις θανατηφόρα σοβαρές θεματοποιήσεις, τη σεξουαλικότητα, τον θάνατο, την ασθένεια, όλα τελικά υποταγμένα σε ένα σύνολο από βινιέτες υστερίας, σε μια απομάκρυνση από τη δομή, από τη ρυθμικότητα, εκτός των λίγων στιγμών που ηρεμούν και λένε, ναι, απλά εκστομίζουν κείμενο και αιφνιδιαζόμαστε, γιατί κατά κάποιον τρόπο είχαμε λησμονήσει αυτήν τη δυνατότητα, αλλά αυτό διαρκεί λίγο και μετά είναι πάλι μουσική στη διαπασών και ενισχυμένα κοπανητά τραπεζιών και τρέξιμο πέρα δώθε σε εναλλαγή με γλυκερές σκηνές οικογενειακής ηρεμίας και εξομολογήσεων, φαντάζομαι γιατί μετά την καταιγίδα-υστερία έρχεται η ηρεμία-γλυκαναλατοσύνη, και απροσδόκητα προβλήθηκαν στον τοίχο εικόνες του Ολάντ και της Μέρκελ στην πορεία για το Σαρλί, πραγματικά εκεί λύγισα!, προσπεράστηκα, αλλά κράτησε λίγο και μετά η σκηνοθέτις/πιανίστρια/Dene έπαιξε ξανά μουσική, περνώντας π.χ. από τη Waldstein, το κουαρτέτο 14 και βεβαίως την ηρωική του Beethoven, κάνα Winterreise, Σούμαν, Βάγκνερ, γενικά ένα ποτ πουρί παλιών κι αγαπημένων που βαράνε κατευθείαν μουσικό κέντρο και θέλουν να μας παγιδέψουν, αλλά αν ήθελα να ακούσω μουσική θα πήγαινα σε συναυλία, σκέφτηκα, είναι ωραία η μουσική, κι εμένα μ’ αρέσει, αλλά σταματήστε επιτέλους με τη μουσική και πιάστε πάλι την επιθεώρηση και τη διαρκή επεξήγηση καιταλοιπά, μα ποιος να ξέρει, ίσως απλά να είμαι εγώ το πρόβλημα, μπορεί να έχω μια τελείως συγκεκριμένη ιδέα και να μην ανέχομαι τις άλλες λεγόμενες ιδέες, ίσως να είμαι υπερβολικός αλλά εφόσον μιλήσαμε, ήδη υπερβάλαμε οπότε υπό μία έννοια δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε λέγοντας: αν δεν είμαστε φιλοσοφικοί, δεν επιδιδόμαστε στο φιλοσοφικό, αν δεν καταλαβαίνουμε την κωμωδία και την τραγωδία της ασθένειας, δεν ασχολούμαστε με την ασθένεια, αν επιθυμούμε να αποδομήσουμε, θα πρέπει να έχουμε πρώτα δομήσει και άλλες τέτοιου είδους κοινοτοπίες. Οι υγιείς δεν μπορούν να καταλάβουν τον άρρωστο.

One comment on “Nous sommes repus mais pas repentis / Séverine Chavrier / Thomas Bernhard

  1. […] τ’ άλλα, ξαναπέσανε τούρτες, το φαΐ ξεχείλισε εκ νέου από το στόμα, οι αστοί […]

    Like

Leave a comment