«Τη λένε Κάρλα»

«Η γυναίκα μου έβαλε πρόσφατα μια παλιά κουβέρτα σε ένα χαρτόκουτο, και τώρα σε μία από τις γάτες μας αρέσει να κοιμάται μέσα του. Είναι το κάστρο της. Τη λένε Κάρλα.» Διάβασα αυτό το σχόλιο κάτω από το βίντεο ενός γιαπωνέζικου ambient άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Πολλά από τα σχόλια του βίντεο είναι τέτοιου τύπου, μα το συγκεκριμένο με αιφνιδίασε. Ήταν μια στιγμιαία παρέκβαση από την τελείως άγνωστη σε εμένα ιστορία της ζωής αυτού του ανθρώπου, που εμφανίστηκε και έσβησε ξαφνικά σαν μικρό φυσικό φαινόμενο. Ταυτόχρονα, για τους γατόφιλους και τους γατομανείς, απευθύνεται σε κάτι θεμελιώδες: ελάχιστα πράγματα προξενούν τόση ζεστασιά όσο η εικόνα μιας γάτας που γλείφεται νωχελικά, ασφαλής στο μικροσκοπικό, προσωρινό της βασίλειο.

bonnard - The-open-window-1921

συνέχεια…

Γιατί ο κόσμος δεν θα (ξανα)τελειώσει αν επανεκλεγεί ο Trump

(Ο Trump δεν ξαναβγήκε, και μετά από κάποια τερτίπια θα παραδώσει αργά ή γρήγορα την εξουσία στον νυστο-Τζο – τι τα θες. Αναδημοσιεύω για αρχειακούς λόγους κι εδώ ένα κείμενο που γράψαμε με έναν φίλο για τη μεγάλη μέρα των πρόσφατων αμερικανικών εκλογών. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο skra-punk.)

Οι φίλοι λένε πως είναι ειλικρινείς·

μα οι ειλικρινείς είναι οι εχθροί

Schopenhauer

Οι φετινές εκλογές για την προεδρία των ΗΠΑ –που έχουν χαρακτηριστεί από ορισμένους αναλυτές ως οι σημαντικότερες της τελευταίας τριακονταετίας– είναι πλέον πραγματικότητα. Αντίπαλοι για το αξίωμα είναι δύο γηραιοί πολιτικοί άνδρες που αν τους αντίκριζε κανείς με τα μπανιερά τους, δεν θα εντόπιζε σημαντικές διαφορές. Ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν όταν ντύνονται και λένε λέξεις. Ο μεν Joe Biden αυτοπαρουσιάζεται ως ενσαρκωτής της κοινωνικής δικαιοσύνης και ως ο άνθρωπος που θα γεφυρώσει το εμφυλιοπολεμικό χάσμα που έχει καλλιεργήσει ο αντίπαλός του κατά τη διάρκεια της περιπετειώδους θητείας του. Όμως άλλοι τον παρουσιάζουν σαν ραμολιμέντο στα πρόθυρα της άνοιας με τάσεις παιδοφιλίας που τα ‘χει βρει με τους δρακονιανούς. Αντίστοιχα, ο Donald Trump κάποιες φορές αντιμετωπίζεται ως προστάτης της πατρίδας που σταμάτησε την παρέλαση των φερέτρων που κατέφθαναν από τους ασιατικούς χερσότοπους και έφερε την παραγωγή πίσω στο αμερικανικό έδαφος, ενώ άλλοι επιμένουν ότι πρόκειται για έναν μεγαλομανή, παρανοϊκό κοινωνιοπαθή που αν δεν κατορθώσει να κάνει ολόκληρη την υφήλιο να γονατίσει κάτω από τη χρυσοποίκιλτη ρομφαία της κυριαρχίας του, θα μπουζουριάσει τουλάχιστον όλα τα μαυριδερά παιδάκια του κόσμου σε ατσαλένια κλουβιά και θα σύρει τις γυναίκες πίσω στην καταπίεση περασμένων δεκαετιών.

συνέχεια…

Το μαγικό βουνό. Η καχυποψία του Σεττεμπρίνι για τη μουσική

james-ensor-the-frightful-musicians-1891

Η αφηγηματική κατάρρευση των πρώτων εβδομάδων της πανδημίας διέρρηξε ακόμα εντονότερα την αίσθηση του χρόνου, αφήνοντάς μας ανήμπορους και ανήμπορες να παρακολουθούμε, για άλλη μια φορά, υπερτροφικές εξελίξεις στις οποίες αδυνατούμε να παρέμβουμε, εγκλωβισμένοι όπως είμαστε στο παρόν, για τις οποίες το εξυπνότερο πράγμα που ακούσαμε είναι η πιο βαρετή από τις οδηγίες του οικογενειακού τραπεζιού: «να πλένεις τα χέρια σου». Εάν ένα καθήκον αναδείχθηκε σε αυτή τη νέα προσωρινή μα γεμάτη ένταση χρονικότητα, πέραν της όποιας πρακτικής βοήθειας μπορεί να παρασχεθεί από τον καθέναν και την καθεμία σε αυτές και αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, αυτό είναι ο συνολικός, ριζικός αναστοχασμός. Η πανδημία έφερε ανάγλυφα στην επιφάνεια τις κοινωνικές και προσωπικές έξεις, δείχνοντας μεμιάς, και καλύτερα από κάθε ανάλυση, αυτό που βρίσκεται καθημερινά στο τραπέζι μας, όπως και τα υλικά από τα οποία είναι το τραπέζι φτιαγμένο, και απαίτησε να σκεφτούμε ψύχραιμα μια σειρά από μεγέθη και αξίες. Μας καλύπτει η αντίδραση του κράτους, το οποίο δεν μπορεί παρά να αναπαράγει και να εμπεδώνει στους πολίτες τη χαρακτηριστική λογική του; Εάν ξαφνικά όλοι συμφωνούν ως προς τον καταστροφικό χαρακτήρα της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας, δεν ισχύει το ίδιο και για τις υπόλοιπες ιδιωτικοποιήσεις; Είναι άραγε ο διάχυτος φόβος του θανάτου δικαιολογημένος; – σε ποιον βαθμό; – τι σημαίνει αυτός ο έντονος φόβος για το αξιακό μας σύστημα και προς ποια κατεύθυνση δείχνει στο μέλλον; Και τι αποτελέσματα θα έχει η απότομη ενίσχυση της ήδη καλπάζουσας ψηφιακής διαμεσολάβησης για τους ανθρώπους των κοινωνιών μας· τα «μέσα επικοινωνίας που ευτυχώς διαθέτουμε» και τα πολυποίκιλα media που καταναλώνουμε ακατάπαυστα, η πανταχού παρούσα επικοινωνία είναι πράγματι η πανάκεια που μας γλίτωσε από το ρήμαγμα που θα σηματοδοτούσε μια πανδημία χωρίς αυτές τις κολοσσιαίες επικοινωνιακές δυνατότητες;

συνέχεια…

Για τον Θέμο Αναστασιάδη

garbage-2015-joseph-cultice-2

Λίγες μέρες πριν ο δημοσιογράφος και εκδότης Θέμος Αναστασιάδης άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Όταν το έμαθα, αναρωτήθηκα αρχικά εάν πρόκειται για φάρσα, κατόπιν πιστοποίησα το αληθές της είδησης και αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις, που λίγο άλλαξαν έκτοτε. Ποιοι ήταν άραγε οι λόγοι για τους οποίους πίστεψα ότι θα μπορούσε να μην αληθεύει η συγκεκριμένη είδηση; Είναι γεγονός πως υπάρχουν κάποιοι θάνατοι που δύσκολα γίνονται πιστευτοί. Το γένος αυτό θανάτων διαιρείται σε υποκατηγορίες: οι θάνατοι πολύ αγαπητών και πολύ μισητών προσώπων είναι δυνατόν να παράξουν σε πρώτο χρόνο μια άρνηση· παρομοίως και αυτοί προσώπων που θεωρούμε σημαντικά, ασχέτως των συναισθημάτων που τρέφουμε για αυτά. Διαφορετική περίπτωση είναι οι απίθανοι θάνατοι, στους οποίους το πρόσωπο δεν έχει σημασία καθαυτό: ο μέσος περαστικός θα δυσκολευόταν να χωνέψει πως ένας αετός άφησε τη χελώνα να πέσει στο κεφάλι του Αισχύλου γιατί το πέρασε για βράχο. Εδώ όμως το ζήτημα είναι κάπως διαφορετικό, και η αιτία αυτής της αίσθησης ανεξήγητου είναι η εξοχότητα.

Επειδή ο Θέμος Αναστασιάδης ήταν απολύτως εξέχων σε αυτό που έκανε, το οποίο συνιστούσε ταυτόχρονα αυτό που ήταν. Αυτό που ήταν κι αυτό που έκανε ο Θέμος Αναστασιάδης ήταν, βεβαίως, σκουπίδι, αλλά ο Θέμος δεν σταματούσε εκεί. Ήταν ο βασιλιάς των σκουπιδιών, ένας αναζητητής νέων λεωφόρων αθλιότητας, μεγαλειώδης με τον τρόπο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα μέτρο για να ζυγίζει κανείς τα πράγματα· και όταν χάνει κανείς το μέτρο πρέπει να ξαναμάθει να μετράει. Ακούω ήδη τις ενστάσεις που θέλουν αυθαίρετη αυτή την τοποθέτηση: άλλος θα υποστήριζε τον Αυτιά και άλλη δεν θα άκουγε παρά μόνο το όνομα Άδωνις –επιπλέον, ξέρω ότι έχω μείνει λίγο πίσω στις συναφείς εξελίξεις, τόσο στα περιεχόμενα όσο και στα τεχνικά μέσα, πράγμα που έχει σημασία και για ό,τι ακολουθεί. Αλλά κανείς ποτέ δεν θα διατεινόταν νηφάλια ότι η επιλογή του Θέμου είναι παράλογη· σίγουρα όλοι θα αποδέχονταν πως είναι μια καλοζυγισμένη επιλογή, και θα το αφήναμε εκεί.

Το γεγονός ότι ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς τον Θέμο Αναστασιάδη είναι η βάση του πώς πήγε το πράγμα στη συνέχεια. Όταν λοιπόν σιγουρεύτηκα –μετά από έρευνα, όπως λέγεται– ότι πράγματι είχε πεθάνει, με κατέκλυσε το εξής όραμα: μη βλέποντας μεγάλο ντόρο διαισθάνθηκα, σε μια στιγμή αυθεντικής αισιοδοξίας, ότι δεν υπήρχε κανείς που να διαφωνεί ουσιαστικά με τη γενική μου αποτίμηση (συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν τον θεωρούσαν βασιλιά μα πρίγκιπα κ.λπ.) και ότι εκτυλισσόταν μια ιδιότυπη στιγμή εκεχειρίας, θεμελιωμένη σε ένα επίπεδο ριζικότερο όχι μόνο της ιδεολογικής διαπάλης, αλλά και των δεδηλωμένων εκάστοτε ατομικών ή συλλογικών αξιών. Κάπως σαν κορύφωση μιας ταινίας, έτσι λίγο μελό, όταν π.χ. όλοι οι φαντάροι κάνουν στη μπάντα για να περάσει η κυρία με το τυφλό παιδάκι ή όταν οι άλλοτε αδερφικοί φίλοι και πλέον ανταγωνιστές παραγωγοί βαριετέ δακρύζουν αντικρίζοντας την υπέροχη έκλειψη σελήνης κ.λπ. Ντάξει, θα σκεφτόταν κανείς, οι μέρες ήταν πυκνές· ο Θέμος ίσως να επισκιάστηκε από τη Βόρεια Μακεδονία, όμως θα κατατρόπωνε σίγουρα τις εξόδους των Αθηναίων. Δεν πίστεψα κάτι τέτοιο ούτε για μια στιγμή.

Πίστεψα ότι η είδηση ήταν σημαίνουσα, μα πως όλοι είχαν αποφασίσει να μην πουν παρά μόνο τυπικούρες, επειδή ο νεκρός ήταν αυτός που ήταν. Επειδή αφενός ήταν, πολύ απλά, αδύνατον να τον υπερασπιστεί κάποιος στ’ αλήθεια (εκτός απ’ ως σκουπιδοβασιλιά!), αφετέρου το να πει κανείς καλό ψόφο, βρωμερό καθίκι κ.λπ. είναι σαν να μπαίνεις στο καφενείο μούσκεμα και να λες «βρέχει». Αυτή η ιδέα με παραγέμισε με μια θαλπερή ικανοποίηση, αποφάσισα ότι η κοινωνία μας κλείνει σιγά σιγά τις πολύχρονες πληγές της και κέρασα τους συναδέλφους μου από ένα σάντουιτς. Μέχρι που διάβασα το σχόλιο της πολιτικού Εύας Καϊλή και ξαναρίχτηκα αύτανδρος στην περιπλοκότητα των πραγμάτων, οδηγούμενος σε έναν νέο κύκλο δυσπιστίας, σαν παλιά καλή διαλεκτική.

(«Μερικοί άνθρωποι είναι αναντικατάστατοι. Έφυγε ένας Έλληνας που διακρίθηκε για το ήθος, το θάρρος και την τόλμη του. Στεναχωριέμαι που σε αυτή την χώρα, οι άριστοι στοχοποιούνται αντί να γίνονται πρότυπα. Η πατρίδα του χρειαζόταν την φωνή του περισσότερο από ποτέ.»)

Εν τω παρόντι…

shit

Αν προσπαθούσαμε να συμπυκνώσουμε την περιρρέουσα σαπίλα σε ένα λεπτό της ώρας, αποκλείεται να τα καταφέρναμε με την επιτυχία της καμπάνιας τηλεφωνίας που έχει προσφάτως κατακλύσει κάθε οθόνη, σελίδα free press και στάση λεωφορείου, τιτλοφορούμενη με ευστοχία ΤΩΡΑ. Είναι σαν μια ομάδα ειδικών ζοφολόγων να συγκεντρώθηκε και να αποτύπωσε όλες τις εκφάνσεις της αποχαύνωσης, της ρούχλας και της καγκουριάς σε ένα γρήγορο, καλοφτιαγμένο μοντάζ (υπό τον ήχο του, επενδεδυμένου πλέον τον ιερό μανδύα του ρετρό, Hey boy, hey girl των Chemical brothers) και να τις σέρβιρε πάραυτα για να ερχόμαστε στα ίσα μας όταν η αίσθηση πως το πράγμα σώζεται ακόμα διασχίζει αίφνης το μυαλό.

συνέχεια…