(Οι μεγάλες πόλεις κάτω από το φεγγάρι)
Με λίγα λόγια μπορούμε, περιμένοντας,
να αντικαταστήσουμε την ιδιοφυία με τη διαύγεια
και να ξεκινήσουμε, από εδώ και στο εξής,
να σκεφτόμαστε πολιτικά (ή ως πολίτες) το θέατρό μας.
Barthes
Σε ένα χτυπητά όμορφο σύμπλεγμα θεάτρων-αποθηκών, στη μέση ενός πάρκου, παρακολούθησα την παράσταση Οι μεγάλες πόλεις κάτω από το φεγγάρι, «ένα κονσέρτο στο πνεύμα του Brecht» από το θέατρο Odin, το οποίο ίδρυσε ο Eugenio Barba στην Κοπεγχάγη το 1964. Ένας θίασος εννέα ατόμων, στην πλειοψηφία τους –ενίοτε αρκετά– άνω των 50 ετών, παρουσίασε ένα σύνολο θεατρικών βινιετών μετά μουσικής, με αρκετά χαλαρές συνδέσεις και χωρίς αποχωρήσεις από και επανόδους στη σκηνή, πέραν δύο μεμονωμένων εισόδων γεμάτων ένταση, την πρώιμη ενός φαντάρου (μέλους κάποιας ειρηνευτικής αποστολής, όπως λέγεται) που παρέμεινε στη σκηνή όρθιος, σε στάση ημιανάπαυσης, για το υπόλοιπο του έργου και μιας χορεύτριας που εμφανίστηκε προς το τέλος, εκτελώντας ένα μανιώδες τρίλεπτο θέαμα.
Όπως αναφέρεται και πιο κάτω, τα κείμενα ήταν κυρίως ποιήματα και σύντομες αφηγήσεις, συχνά ελεύθερες σε φόρμα, πάντα με τη συνοδεία οργάνων σε απλές, κυλιόμενες ενορχηστρώσεις και με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές, μουσικούς, και εντέλει θεατές. Η άνεση των ηθοποιών με την έκθεση, η τεχνική τους κατάρτιση, το γενικότερό τους σκληρό και πολύχρονο ψήσιμο ήταν παραπάνω από εμφανή. Ο καθένας έπαιζε εξίσου τους χαρακτήρες του εκάστοτε σκετς και τον εαυτό του· η οργανικότητα που τους χαρακτήριζε δεν είχε τίποτα το κατασκευασμένο· η παράσταση εμφορείτο από μια βαθιά ανθρωπινότητα. Από την άλλη, κάποια σημεία έμοιαζαν κάπως διδακτικά ή παρωχημένα –είναι αυτές οι στιγμές που σκέφτεται κανείς, σχεδόν αντανακλαστικά: «τι θέλουν τώρα να μας δείξουν οι γέροντες;».
Οι γέροντες μας έδειξαν, μέσες άκρες, αυτά που θίγει η δεύτερη παράγραφος του κειμένου που ακολουθεί, και το οποίο αποτελεί την ουσιαστική αιτία αυτού του σημειώματος.
συνέχεια…