Τρία μικρά κείμενα του Bernhard

bernhard_bench

Τα παρακάτω αποτελούν τρεις ομιλίες του Thomas Bernhard κατά την παραλαβή βραβείων, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου (Τα βραβεία μου, Εστία 2010). Οι αντιδράσεις της αυστριακής δημόσιας σφαίρας σε αυτές και τις άλλες εκφορές κατά τις τελετές βραβεύσεών του περιγράφονται εν παρόδω στο βιβλίο, ένα μικρό σύνολο κωμικών και τυπικά μπερνχαρντικών μινιατούρων.

“Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν ότι ο συγγραφέας Μπέρνχαρντ είχε προκαλέσει σκάνδαλο. Μια εφημερίδα της Βιέννης, που λεγόταν Βιεννέζικη Δευτέρα, έγραφε στην πρώτη σελίδα ότι ήμουν ένας κοριός που έπρεπε να τον λιώσουν.”

~

Ομιλία Ι, κατά την απονομή του Λογοτεχνικού Βραβείου του Ελεύθερου και Χανσεατικού Δήμου της Βρέμης

Αξιότιμοι παρευρισκόμενοι,

Δεν μπορώ να μείνω πιστός στο παραμύθι για τους αρχιτραγουδιστές της πόλης σας·i δεν θέλω να διηγηθώ απολύτως τίποτα· δεν θέλω να τραγουδήσω· δεν θέλω να κάνω κήρυγμα· αλλά τούτο είναι αλήθεια: τα παραμύθια τέλειωσαν, τα παραμύθια για τις πόλεις και για τα κράτη και όλα εκείνα τα επιστημονικά παραμύθια· το ίδιο και τα φιλοσοφικά· δεν υπάρχει πια ο κόσμος των πνευμάτων, το ίδιο το σύμπαν δεν είναι πια παραμύθι· η Ευρώπη, το ωραιότερο, είναι νεκρή· αυτή είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα όπως και η αλήθεια δεν είναι παραμύθι, και η αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ παραμύθι.

Πριν από πενήντα χρόνια ακόμαii η Ευρώπη ήταν εντελώς παραμυθένια, ο κόσμος ολόκληρος ήταν ένας κόσμος του παραμυθιού. Σήμερα υπάρχουν πολλοί που ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο του παραμυθιού, αλλά ζουν σ’ έναν νεκρό κόσμο και οι ίδιοι είναι επίσης νεκροί. Όποιος δεν είναι νεκρός ζει, και μάλιστα όχι στα παραμύθια· αυτός δεν είναι παραμύθι.

Εγώ ο ίδιος επίσης δεν είμαι παραμύθι, από κανένα κόσμο του παραμυθιού· αναγκάστηκα να ζήσω μέσα σ’ έναν μακρό πόλεμο και είδα εκατοντάδες χιλιάδες να πεθαίνουν και άλλους που τους προσπερνούσαν και συνέχιζαν· όλα συνεχίστηκαν, στην πραγματικότητα· όλα άλλαξαν, είναι αλήθεια· μέσα σε πέντε δεκαετίες, στις οποίες το παν εξεγέρθηκε και στις οποίες τα πάντα άλλαξαν, στις οποίες ένα προαιώνιο παραμύθι έγινε η πραγματικότητα και η αλήθεια, νιώθω όλο και περισσότερη παγωνιά,iii καθώς από έναν παλιό κόσμο προέκυψε ένας καινούριος και από μια παλιά φύση προέκυψε μια φύση καινούρια.

Είναι πιο δύσκολο να ζει κανείς χωρίς παραμύθια, γι’ αυτό ακριβώς και είναι τόσο δύσκολο να ζει κανείς στον εικοστό αιώνα· κι εμείς απλά υφιστάμεθα ακόμη· δεν ζούμε, κανείς δεν ζει πια· αλλά είναι ωραίο να υφίσταται κανείς στον εικοστό αιώνα· να επιβιώνει και να προχωρά· αλλά προς τα πού; Δεν προέρχομαι από κανένα παραμύθι, αυτό το ξέρω, και ούτε πρόκειται να καταλήξω σε κάποιο παραμύθι, αυτό είναι οπωσδήποτε μια πρόοδος και αυτό είναι οπωσδήποτε μια διαφορά ανάμεσα στο πριν και το σήμερα.

Βρισκόμαστε στη φοβερότερη επικράτεια ολόκληρης της ιστορίας. Είμαστε τρομαγμένοι, και μάλιστα τρομαγμένοι με τα φρικτά υλικά του νέου ανθρώπου – και της νέας γνώσης της φύσης και της ανανέωσης της φύσης· όλοι εμείς τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά ένας πόνος· αυτός ο πόνος σήμερα είμαστε εμείς· αυτός ο πόνος είναι τώρα η διανοητική μας κατάσταση.

Διαθέτουμε εντελώς νέα συστήματα, διαθέτουμε μια εντελώς νέα αντίληψη του κόσμου και μια εντελώς νέα, πραγματικά την τελειότερη αντίληψη για το περιβάλλον του κόσμου και διαθέτουμε μια εντελώς νέα ηθική και διαθέτουμε εντελώς νέες επιστήμες και τέχνες. Ζαλιζόμαστε και κρυώνουμε. Πιστέψαμε ότι επειδή είμαστε άνθρωποι θα χάναμε την ισορροπία μας, αλλά δεν τη χάσαμε την ισορροπία μας· κάναμε εξάλλου τα πάντα για να μην πεθάνουμε από το κρύο.

Τα πάντα άλλαξαν, επειδή εμείς τα αλλάξαμε, η εξωτερική γεωγραφία άλλαξε ακριβώς όπως και η εσωτερική.

Έχουμε τώρα υψηλές αξιώσεις, δεν σταματάμε να θέτουμε υψηλές αξιώσεις· καμία εποχή δεν έθεσε τόσο υψηλές αξιώσεις όσο η δική μας· η ύπαρξή μας υφίσταται κιόλας μέσα στη μεγαλομανία· επειδή όμως ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να γκρεμιστούμε ούτε να πεθάνουμε από το κρύο, τολμάμε να κάνουμε αυτά που κάνουμε.

Η ζωή δεν είναι πια τίποτα άλλο παρά επιστήμη, απόσταγμα επιστημών. Τώρα ξαφνικά ενταχθήκαμε στη φύση. Εξοικειωθήκαμε με τα στοιχεία. Εμείς θέσαμε την πραγματικότητα υπό δοκιμασία. Η πραγματικότητα έθεσε εμάς υπό δοκιμασία. Ξέρουμε τώρα τους νόμους της φύσεως, τους ατελείωτους Υψηλούς Νόμους της Φύσεως, και μπορούμε να τους μελετήσουμε πραγματικά και αληθινά. Τώρα πια δεν εξαρτιόμαστε από υποθέσεις. Όταν κοιτάζουμε τη φύση δεν βλέπουμε πια φαντάσματα. Έχουμε γράψει το πιο τολμηρό κεφάλαιο στο βιβλίο της παγκόσμιας ιστορίας· και μάλιστα ο καθένας από εμάς μόνος του, υπό το κράτος του τρόμου και τον φόβο του θανάτου, και ουδείς σύμφωνα με τη θέλησή του, ουδείς κατά το γούστο του, αλλά βάσει του νόμου της φύσεως, και γράψαμε αυτό το κεφάλαιο πίσω από την πλάτη των τυφλών πατεράδων και των ηλίθιων δασκάλων μας· πίσω κι από τη δική μας πλάτη· μετά από τόσα και τόσα μακροσκελή και ανούσια κεφάλαια, αυτό είναι το συντομότερο, το σημαντικότερο.

Είμαστε τρομαγμένοι από τη διαύγεια με την οποία είναι ξαφνικά πλασμένος ο κόσμος μας, από τη διαύγεια της επιστήμης μας· κρυώνουμε μέσα σ’ αυτή τη διαύγεια· αλλά ήμασταν εμείς που θελήσαμε αυτή τη διαύγεια, που την επικαλεστήκαμε, δεν πρέπει λοιπόν να παραπονιόμαστε για την παγωνιά που επικρατεί τώρα. Με τη διαύγεια αυξάνει το κρύο. Από δω και στο εξής θα επικρατεί αυτή η διαύγεια και αυτό το κρύο. Η επιστήμη της φύσεως θα σημάνει για μας πολύ μεγαλύτερη διαύγεια και πολύ πιο τσουχτερή παγωνιά απ’ όσο μπορούμε να διανοηθούμε.

Τα πάντα θα είναι ξεκάθαρα, θα έχουν μια όλο και μεγαλύτερη και βαθύτερη διαύγεια, και τα πάντα θα είναι ψυχρά, με μια όλο και πιο αποτρόπαιη παγωνιά. Στο μέλλον θα έχουμε τη γεύση μιας διαρκώς διαυγούς και διαρκώς παγερής ημέρας.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε σήμερα.

~

Ομιλία ΙΙ, κατά την απονομή του αυστριακού Κρατικού Βραβείου

Αξιότιμε κύριε υπουργέ, αξιότιμοι παρευρισκόμενοι,

Δεν υπάρχει τίποτα για να εγκωμιάσει κανείς, τίποτα για να καταδικάσει, τίποτα για να κατηγορήσει, αλλά πολλά πράγματα είναι γελοία· τα πάντα είναι γελοία όταν σκέφτεται κανείς τον θάνατο.

Πορεύεται κανείς μέσα από τη ζωή, πότε έκθαμβος, πότε ανεπηρέαστος, διατρέχει τη σκηνή, το καθετί υπό αντικατάσταση από κάτι άλλο, έχοντας περάσει με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία από το σχολείο αυτού του κράτους των σκηνικών: πλάνη! Καταλαβαίνει κανείς: ένας ανίδεος λαός, μια όμορφη χώρα – όλοι αυτοί είναι νεκροί ή ευσυνείδητα ασυνείδητοι πατέρες, άνθρωποι με την απλοϊκότητα ή την κακεντρέχεια, με την πενία των αναγκών τους… Όλα αυτά είναι μια υψηλότατα φιλοσοφική και ανυπόφορη προϊστορία. Οι εποχές είναι ηλίθιες, το δαιμονικό στοιχείο μέσα μας μια διαρκής πατριωτική ειρκτή, μέσα στην οποία τα στοιχεία της ανοησίας και της σκληρότητας έχουν γίνει καθημερινές ανάγκες. Το κράτος είναι ένα δημιούργημα καταδικασμένο μόνιμα στην αποτυχία, ο λαός ένα άλλο μόρφωμα καταδικασμένο αδιάκοπα στην αχρειότητα και την άνοια. Η ζωή μια απελπισία, στην οποία στηρίζονται οι φιλοσοφίες, από την οποία όλα τελικά οδηγούνται στην τρέλα.

Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς· είμαστε η ζωή υπό την έννοια της κοινής αδιαφορίας για τη ζωή, είμαστε μέσα στη διαδικασία της φύσης το στοιχείο της μεγαλομανίας ως μέλλον.

Δεν έχουμε να πούμε τίποτα, εκτός από το ότι είμαστε αξιοθρήνητοι, με τη βοήθεια της φαντασίας μας παραδομένοι σε μια φιλοσοφική-οικονομική-μηχανική μονοτονία.

Μέσα για τον σκοπό της παρακμής, δημιουργήματα του επιθανάτιου ρόγχου, ακόμα και τα πάντα να μας αποκαλύψουν το νόημά τους, εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Συνωστιζόμαστε γύρω από μια τραυματική εμπειρία, φοβόμαστε, έχουμε δικαίωμα να φοβόμαστε, διαβλέπουμε κιόλας, έστω και όχι ξεκάθαρα, στο βάθος: τους γίγαντες του φόβου.

Ό,τι σκεφτόμαστε είναι αναμάσημα σκέψεων άλλων, ό,τι νιώθουμε είναι χαώδες, ό,τι είμαστε είναι συγκεχυμένο.

Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε, αλλά δεν είμαστε απολύτως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα παραπάνω από το χάος.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως εκ μέρους μου, αλλά και εν ονόματι των υπολοίπων βραβευθέντων από την κριτική επιτροπή, όλους τους παρευρισκόμενους.

~

Ομιλία ΙΙΙ, κατά την απονομή του Βραβείου Γκέοργκ Μπύχνερ

Αξιότιμοι παρευρισκόμενοι,

Για το τι πράγμα μιλάμε είναι ανεξερεύνητο, δεν ζούμε, διατυπώνουμε όμως υποθέσεις και υπάρχουμε σαν υποκριτές, θύματα μιας προσβολής, χαμένοι μέσα στη μοιραία και τελικά θανατηφόρα παρανόηση της φύσης από την επιστήμη· τα φαινόμενά μας είναι θανατηφόρα και οι λέξεις, με τις οποίες δουλεύουμε μέσα στο μυαλό μας έτσι όπως είμαστε εγκαταλελειμμένοι, χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ξεχειλωμένες λέξεις, που τις αναγνωρίζουμε σε όλες τις γλώσσες, σε όλες τις καταστάσεις σαν αχρείο ψέμα μέσα από την αχρεία αλήθεια και αντίστροφα σαν αχρεία αλήθεια μέσα από το αχρείο ψέμα, οι λέξεις που τολμούμε να λέμε και να γράφουμε και να αποσιωπούμε μιλώντας, οι λέξεις που είναι από ένα τίποτα και που δεν ωφελούν σε τίποτα και που είναι για το τίποτα, όπως το ξέρουμε και το κρύβουμε, οι λέξεις, από τις οποίες γραπωνόμαστε, επειδή είμαστε τρελοί από την αδυναμία και απελπισμένοι από την τρέλα, οι λέξεις μολύνουν και αψηφούν, απαλείφουν και επιδεινώνουν, ντροπιάζουν και παραποιούν και σακατεύουν και θολώνουν και συσκοτίζουν μονάχα· στο στόμα και στο χαρτί καταχρώνται μέσω των καταχραστών τους· ο χαρακτηρολογικός τύπος των λέξεων και των καταχραστών τους είναι η ξεδιαντροπιά· η διανοητική κατάσταση των λέξεων και των καταχραστών τους είναι αμηχανία και αμεριμνησία και αθλιότητα…

Λέμε ότι δίνουμε μια θεατρική παράσταση που παρατείνεται αναμφίβολα στο διηνεκές… αλλά το θέατρο αυτό, στο οποίο είμαστε έτοιμοι για όλα και ικανοί για τίποτα, ήταν από τότε που αρχίσαμε να σκεφτόμαστε μέχρι σήμερα ένα θέατρο της αυξανόμενης ταχύτητας και των χαμένων λέξεων-κλειδιών… είναι εντελώς ένα θέατρο των σωμάτων – κατά δεύτερο λόγο του φόβου μπροστά στο πνεύμα και άρα του φόβου μπροστά στον θάνατο… δεν ξέρουμε αν πρόκειται για τραγωδία προς χάρη της κωμωδίας ή για κωμωδία προς χάρη της τραγωδίας… πάντως το έργο αναφέρεται στη φρίκη, την εξαθλίωση, το ακαταλόγιστο… σκεφτόμαστε, αποσιωπούμε όμως τούτο: όποιος σκέφτεται διαλύει, καταργεί, καταστρέφει, φθείρει, αποσυνθέτει, γιατί σκέψη σημαίνει συνεπής διάλυση όλων των εννοιών… Είμαστε (και αυτό είναι ιστορία και αυτό είναι η διανοητική κατάσταση της ιστορίας): ο φόβος, ο φόβος μπροστά στο κορμί και μπροστά στο πνεύμα και μπροστά στον θάνατο σαν δημιουργικότητα… Αυτά που δημοσιεύουμε δεν είναι ταυτόσημα με αυτά που όντως είναι, η συντριβή είναι μια άλλη, η ύπαρξη είναι μια άλλη, είμαστε αλλιώς, το αφόρητο αλλιώς, δεν είναι η αρρώστια, δεν είναι ο θάνατος, είναι εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, είναι εντελώς διαφορετικές συνθήκες…

Έχουμε, λέμε συνήθως, δικαίωμα στο δίκαιο, αλλά έχουμε δικαίωμα μόνο στην αδικία…

Το πρόβλημα είναι να δαμάσει κανείς τη δουλειά, κι αυτό σημαίνει να δαμάσει κανείς την εσωτερική απροθυμία και την εξωτερική ανοησία… αυτό σημαίνει να προσπεράσω εμένα τον ίδιο και να πατήσω επί πτωμάτων φιλοσοφικών ρευμάτων, πάνω από ολόκληρη τη λογοτεχνία, πάνω από ολόκληρη την επιστήμη, πάνω από ολόκληρη την ιστορία, πανω από όλα… είναι ζήτημα πνευματικής ιδιοσυγκρασίας και πνευματικής συγκέντρωσης και απομόνωσης, ζήτημα απόστασης… μονοτονίας… ουτοπίας… βλακείας…

Το πρόβλημα είναι πάντοτε να δαμάσει κανείς τη δουλειά, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα ποτέ… το ζήτημα είναι: να συνεχίσει κανείς, να συνεχίσει ανένδοτος, ή να σταματήσει, να βάλει τελεία και παύλα… είναι ζήτημα αμφιβολιών, δυσπιστίας και ανυπομονησίας.

Ευχαριστώ την Ακαδημία, σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

~

i. Αναφορά στο παραμύθι των αδελφών Γκριμ Die Bremer Stadtmusikanten.

ii. Η βράβευση λαμβάνει χώρα το 1965.

iii. Το βραβείο αφορά το μυθιστόρημα Frost.

 

One comment on “Τρία μικρά κείμενα του Bernhard

  1. […] κ.ά. ιθυνόντων είχαν ξεσπαθώσει ενάντια σε αυτό το σκουλήκι που έπρεπε να το λιώσουν· ο τότε πρόεδρος Waldheim («ο πρόεδρος της Δημοκρατίας […]

    Like

Leave a comment